μαζεύω

μαζεύω
μαζεύω και μαζώνω μάζεψα και έμασα, μαζεύτηκα, μαζεμένος, μτβ.
1. συλλέγω, συναθροίζω, συγκεντρώνω: Μάζευε κόσμο για την προεκλογική εκστρατεία.
2. αποταμιεύω: Μάζεψε λεφτά από τα κάλαντα.
3. σηκώνω κάτι από κάτω: Μάζεψα τα ρούχα που ήταν πεταμένα στο πάτωμα.
4. αμτβ., κονταίνω, στενεύω: Το πουλόβερ μάζεψε στο πλύσιμο.
5. (για το σώμα), σχηματίζεται πύο: Μάζεψε το σπυρί.
6. το μέσ., μαζεύομαι, α. συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι: Μαζεύτηκαν πολλοί φίλοι στη γιορτή. β. ζαρώνω: Τρόμαξε και μαζεύτηκε στην πολυθρόνα. γ. περιορίζομαι, γυρίζω στο σπίτι μου: Μαζεύτηκε τα ξημερώματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μαζεύω — μαζεύω, μάζεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μαζεύω — και μαζεύγω (Μ μαζεύω) 1. συναθροίζω, συλλέγω (α. «μια μέρα τήν εκοίταξε που εμάζευε λουλούδια», Κρυστ. β. «μαζεύει παλαιά γραμματόσημα») 2. συγκεντρώνω («μάζεψαν πολύ κόσμο») 3. εισπράττω («βγήκε πάλι να μαζέψει τα ενοίκια») νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • αγουρομαζεύω — μαζεύω τους καρπούς άγουρους, αγουροκόβω* …   Dictionary of Greek

  • σακουλομαζώνω — Ν 1. μαζεύω κάτι μέσα σε σακούλι ή μαζεύω κάτι με την σακούλα 2. μαζεύω τα σακούλια μου, δηλαδή τις αποσκευές μου 3. παροιμ. «άκουγε γριά, και γροίκα και σακουλομάζωνε» λέγεται για εκείνους που εκδιώχθηκαν αντικανονικά από μια θέση ή υπηρεσία.… …   Dictionary of Greek

  • συναγείρω — ΝΜΑ συναθροίζω, συνάγω (α. «μπόρεσαν να συναγείρουν όλο τον κόσμο» β. «ξυνήγειρε θεοὺς πάντας ἐς τὴν... οἴκησιν», Πλάτ.) νεοελλ. καλώ αιφνιδίως σε σύναξη, σηκώνω στο πόδι αρχ. 1. μαζεύω στράτευμα («συναγείραντες τοὺς συμμάχους», Πολ.) 2. φέρνω… …   Dictionary of Greek

  • αμέργω — (Α ἀμέργω) (ενεργ. και μέσ. με την ίδια σημασία) κόβω, δρέπω, μαζεύω από το δέντρο, τρυγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη από την τεχνική ορολογία που τελικά περιέπεσε σε αχρηστία. Το ρήμα σημαίνει συνήθως «μαζεύω, συλλέγω» υποδηλώνοντας κυρίως την έννοια «αποσπώ …   Dictionary of Greek

  • αναλέγω — (Α ἀναλέγω, Μ ἀναλέγομαι) [λέγω (ΙΙ)] μσν. νεοελλ. εκλέγω, διαλέγω νεοελλ. Ι. ενεργ. 1. τυλίγω, περιτυλίγω 2. μαλώνω, επιπλήττω 3. διανύω, ανεβαίνω, σκαρφαλώνω, τρέχω ΙΙ. μέσ. 1. διηγούμαι, εξιστορώ 2. αναλογίζομαι, σκέφτομαι 3. αισθάνομαι τάση… …   Dictionary of Greek

  • αναμηρύομαι — ἀναμηρύομαι (ΑΜ) 1. τυλίγω, μαζεύω (κλωστή κ.λπ.) 2. συνοψίζω, ανακεφαλαιώνω 3. επαναλαμβάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μηρύομαι «μαζεύω, τυλίγω, παρατάσσω»] …   Dictionary of Greek

  • είλω — εἴλω και εἰλῶ ( έω) και ἴλλω (Α) 1. περικλείω, πιέζω 2. εμποδίζω, προλαβαίνω («Διὸς βουλῇσιν ἐελμένος», Ιλ.) 3. εγκλείω, καλύπτω, προστατεύω («ὑπ ἀσπίδος ἄλκιμον ἦτορ ἔλσας», Καλλίνος) 4. συμπιέζω, συνθλίβω (π.χ. ελιές ή σταφύλια) 5. (για άνθρωπο …   Dictionary of Greek

  • επιρρωγολογούμαι — ἐπιρρωγολογοῡμαι, έομαι (Α) 1. μαζεύω μετά τον τρύγο τις ρώγες που έμειναν 2. (το ενεργ. κατά τον Ησύχ.) «ἐπιρρωγολογοῡσι καλαμῶνται τὸν ἀμπελῶνα». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ρωξ, ρωγός «ρώγα του σταφυλιού» + λογούμαι, τού λογώ* «μαζεύω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”